ἐπόρθει

ἐπόρθει
он истреблял

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ἐπόρθει" в других словарях:

  • ἐπόρθει — πορθέω destroy imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπορεύομαι — ἐπιπορεύομαι (Α) [πορεύομαι] 1. βαδίζω εναντίον, πηγαίνω προς μια κατεύθυνση («ἐπιπορευόμενος ἀδεῶς ἐπόρθει τήν τε τῶν Συρακοσίων... χώραν», Πολ.) 2. (με αιτ.) διανύω, διέρχομαι, διασχίζω («ξύλον ἔχοντα τήν οίκουμένην ἐπιπορεύεσθαι», Πλούτ.) 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»